Ήταν Οκτώβρης και είχε βαρυχειμωνιά , φύσαγε, κρύο, ψιλόβρεχε, όλα τα στοιχεία της φύσης διαμαρτύρονταν και μείς σκυθρωποί ανεβαίναμε την ανηφόρα του πρώτου νεκροταφείου να πάμε τον Τάσο. Ο χρόνος έγραφε 1988 και ο Οκτώβρης είχε 30 μέρες, ο Τάσος 66 χρόνια και μείς μεγάλη θλίψη . Τι συντεταγμένες είναι αυτές . Τάσο, όμορφε άγγελε . Ως και νεκρός ένας άγγελος είσαι, ήταν τα λόγια που επαναλάμβανε συνέχεια ο Γιάννης Ρίτσος , ο μεγάλος αδελφός .
Όταν πήγαινα στο σπίτι του, δεν άφηνε την γυναίκα του την Μαρία να μου κάνει καφέ , ήθελε να μου κάνει εκείνος τον καφέ και μου έλεγε, να το λες, ο ποιητής μου έφτιαχνε καφέ . Ήμασταν γείτονες , έμενε Αχαρνών 35 και Ηπείρου στον τέταρτο όροφο, σπίτι του είδα πολλές φορές αντιπροσωπείες από πανεπιστήμια που μελετούσαν το έργο του. Πάντα περιποιημένος με το φουλάρι του , μιλούσε χαμηλώφονα, με τον καλό λόγο για όλους . Όταν τον πρωτογνώριζες δεν θα μπορούσες να φανταστείς τις ταλαιπωρίες που έχει περάσει , αναρωτιόσουν αυτός ο ήρεμος άνθρωπος έχει κάνει εξορία, από αυτόν τον άνθρωπο κινδύνευε η πατρίδα, αυτός μιλάει μόνο για ζωή, για ένα καλύτερο κόσμο ,για μια πανανθρώπινη αγάπη .