Γιώργος Σφακιανάκης

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ . Ο άγιος των ποιητών .


Ήταν  Οκτώβρης και είχε βαρυχειμωνιά , φύσαγε, κρύο, ψιλόβρεχε, όλα τα στοιχεία της φύσης διαμαρτύρονταν και μείς σκυθρωποί ανεβαίναμε την ανηφόρα του πρώτου νεκροταφείου να πάμε τον Τάσο. Ο χρόνος έγραφε  1988 και ο Οκτώβρης είχε 30 μέρες, ο Τάσος 66 χρόνια  και μείς μεγάλη θλίψη . Τι συντεταγμένες είναι αυτές . Τάσο, όμορφε άγγελε . Ως και νεκρός ένας άγγελος είσαι, ήταν τα λόγια που επαναλάμβανε συνέχεια ο Γιάννης  Ρίτσος , ο μεγάλος αδελφός .
Όταν πήγαινα στο σπίτι του, δεν άφηνε την γυναίκα του την Μαρία να μου κάνει καφέ , ήθελε να μου κάνει εκείνος τον καφέ και μου έλεγε, να το λες, ο ποιητής μου έφτιαχνε καφέ .  Ήμασταν γείτονες , έμενε  Αχαρνών  35 και  Ηπείρου στον τέταρτο όροφο, σπίτι του είδα πολλές φορές αντιπροσωπείες από  πανεπιστήμια που μελετούσαν το έργο του. Πάντα περιποιημένος με το φουλάρι του , μιλούσε χαμηλώφονα, με τον καλό λόγο για όλους . Όταν τον πρωτογνώριζες δεν θα μπορούσες να φανταστείς τις ταλαιπωρίες που έχει περάσει , αναρωτιόσουν αυτός ο ήρεμος άνθρωπος έχει κάνει εξορία, από αυτόν τον άνθρωπο κινδύνευε η πατρίδα, αυτός μιλάει μόνο για ζωή, για ένα καλύτερο κόσμο ,για μια πανανθρώπινη αγάπη . 

Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά  κοντά για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.
Δεν μ άφησαν πάλι να κοιμηθώ έλεγε κάθε πρωί  η γριά που κοιμόντανε στον κήπο. Και βέβαια θα εννοούσε τ΄άστρα  ή τα παιδιά που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο.
Λίγοι ήξεραν στη γειτονιά ότι αυτός ο άρχοντας που απολαμβάνει τον απογευματινό περίπατο είχε πάρει δύο κρατικά βραβεία ποίησης το 76 και το 79 . Στη Βαρσοβία το 53 παίρνει το πρώτο παγκόσμιο βραβείο και όμως υπήρξε  μεγάλος εκδοτικός οίκος που δεν του έκδιδε τα ποιήματα του. Είχε πέτρινα χρόνια, φυλακίσεις , εξορίες , κατάσχεση βιβλίου, δίκες και προσαγωγές, όμως αυτός σκεφτόντανε τους διώκτες του .
Κι όταν με πλησίασαν με προτεταμένα όπλα, εγώ χαμογέλασα με περιφρόνηση και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά άρχισα να μαζεύω τα μήλα της χρονιάς .   Η ποίηση του Λειβαδίτη χωρίζεται σε τρις περιόδους, στην επαναστατική , που γράφει για τον πόλεμο , την κατοχή, την αντίσταση και τις εξορίες. Η δεύτερη περίοδος είναι η αλληγορική σ΄αυτή [θάβει τους νεκρούς συντρόφους του], και η τρίτη είναι η μεταφυσική, ή φιλοσοφική που μιλάει και ρωτάει τον Θεό .  
Σε όλες τις περιόδους ήταν πάντα ερωτικός , ερωτικός ποιητής.
Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν σε συναντήσω/  εγώ σε περίμενα
γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ από τον έρωτα εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα. Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή .
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα / όταν τη νύχτα κοίταζα τ΄αστέρια  ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήταν κανείς. Κάπου όμως μες τον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε ….πως στέρησε τον εαυτό της από την πιο βαθειά , την πιο μεγάλη ερωτική πράξη / μην αφήνοντας ένα άνδρα να κλάψει στα πόδια της.
Οραματίστηκε ένα καλύτερο αύριο για όλους τους ανθρώπους.
Κι όταν δεν πεθάνει ο ένας για τον άλλον / ήμαστε κιόλας πεθαμένοι.
Στην δεύτερη περίοδο ζει το δράμα του χαμένου ονείρου, την ήττα του οράματος, η ελπίδα του μέσα στις συμπληγάδες  από την μια η Μακρόνησος και από την άλλη το Γκουλάγκ,  δεν ψάχνει τα αίτια της ήττας, σαν νέα Αντιγόνη θάβει τους νεκρούς συντρόφους του και αρχίζει τις αναζητήσεις . Η ταξική συνείδηση και οι μεταφυσικές  ανησυχίες είναι η προσωπικότητα του μαζί με την μοναχικότητα και τον έρωτα .
Σελίδες από μια χαμένη επανάσταση που στα περιθώρια γράψαμε και εμείς τη ζωή μας.  Και εσείς νεκροί μου σύντροφοι , καμιά φορά βαδίζω μαζί σας και το παλτό μου ανοίγει σαν φτερούγα .
Ω γενιά μου χαμένη , πήραμε μεγάλους δρόμους, μείναμε στη μέση.
Όχι, δε σας θάψαμε. Σας αφήσαμε άταφους τρεις μέρες και τρεις νύχτες να χορτάσει ο ουρανός από την ασύγκριτη , σιωπηλή ομορφιά σας .  Εσείς, που ζήσατε και πεθάνατε ταπεινά, μα εγώ, παίζοντας γροθιές με την ανωνυμία και τους νεκροθάφτες σας άρπαξα και σας έθαψα εδώ, μέσα στα κόκαλα μου.                  Τον γνώρισα την εποχή της μεγάλης του αλλαγής, τότε που η ποίηση του  έγινε πιο ανθρωποκεντρική ,τότε που έψαχνε το κάτι άλλο .
Ίσως να το΄βρα .Αλλά δε θα σας το πω . Γιατί τότε εσείς τι θα ψάχνετε.
Επαναστάτης ή μεταφυσικός ήτανε πάντα ποιητής .
Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον , οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμισθεί και τα δύο.
Ο ποιητής χάνεται για μια λέξη , ο εραστής για μια απάντηση .  
Ύστερα από πολλά χρόνια στρατευμένης  ποίησης , οι αναφορές του στα φαντάσματα των νεκρών συντρόφων του, τον φέρνουν πιο κοντά στα μεταφυσικά του ερωτήματα και κάθεται απέναντι στον ποιητικό θεό και σαν ποιητής πιάνει κουβέντα μαζί του .Στην υπερβατική του μετάβαση από την εξωστρέφεια στην εσωστρέφεια , τον βοήθησε η ποιητική του ιδιοφυΐα, η ευαισθησία και οι ονειροπολήσεις του.   Οι άδειοι χώροι , οι μοναχικοί  δρόμοι , η ερήμωση , τον βοηθάνε στις αναζητήσεις του .
Ο Τάσος ήταν πάντα κάπου αλλού, είχε το κλειδί.   Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε για λίγο .
Τα βράδια οι φίλοι με αναζητούν στα καφενεία, όπου βρίσκουν ένα ποτήρι κονιάκ  ν΄αδειάζει σιγά σιγά μόνο του / αλλά τι να έκανα που υπήρξα πάντα από τη άλλη μεριά της ζωής .
Τα βράδια πλανιέμαι στους δρόμους ανακαλύπτοντας ωραίες θλίψεις γι΄αύριο. Τελικά δεν είμαι παρά ένας σύντροφος τρελός από καλύτερες μέρες/ μέσα στον ύπνο ξαναβρίσκω όλα εκείνα που έχασα.
Τώρα ανεβαίνω σε μια άμαξα από αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου και δραπετεύω .Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα να νοσταλγώ τον Θεό .
Σήκωνε το βάρος του μοναχικού ποιητή στο άδειο δωμάτιο .
Πρέπει να΄σαι προικισμένος για τη δυστυχία .Οι αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο . Το φως της ημέρας δεν έχει επιείκεια γι΄αυτούς που ενδίδουν.
Κι έζησα πάντα κοιτάζοντας κατά εκεί που αποφεύγουν οι θνητοί.
Ένας μανιώδης συλλέκτης άστρων που δεν έχω τι να κάνω.
Όμως, εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι΄εσείς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου